επιμίσθιο

επιμίσθιο
το
πρόσθετος μισθός, αμοιβή συμπληρωματική του κύριου μισθού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιμίσθιο — το (Α ἐπιμίσθιος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιμίσθιο πρόσθετη αμοιβή επί πλέον τού κανονικού μισθού αρχ. ο μισθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μισθός] …   Dictionary of Greek

  • αποδοχή — η (AM ἀποδοχή) [αποδέχομαι] 1. το να γίνεται δεκτό κάτι που επιστρέφεται, η παραλαβή 2. η παραδοχή, η συγκατάθεση νεοελλ. στον πληθ. οι αποδοχές το σύνολο της αμοιβής υπαλλήλου (μισθός, επιμίσθιο, επιδόματα) αρχ. 1. η επιδοκιμασία 2. η ευνοϊκή… …   Dictionary of Greek

  • λογεία — και μτγν. λογία, ἡ (Α) [λογεύω] 1. συλλογή φόρων ή εκούσιων εισφορών ή εράνων για θρησκευτικούς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς («περὶ δὲ τῆς λογίας εἰς τοὺς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῑς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιήσατε», ΚΔ) 2. έκτακτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”